- ὁρκωτοῦ
- ὁρκωτήςthe officer who administers the oathmasc gen sgὁρκωτόςbound by oathmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετυμηγορία — η (Α ἐτυμηγορία) [ετυμηγόρος] νεοελλ. 1. (νομ.) η απόφαση κάθε δικαστηρίου, αλλά κυρίως τού ορκωτού («η ετυμηγορία τών ενόρκων») 2. φρ. «η ετυμηγορία τού λαού» η διά τής ψήφου εκφραζόμενη λαϊκή θέληση αρχ. το να λέει κάποιος την αλήθεια, η… … Dictionary of Greek
ένορκος — η, ο 1. που γίνεται με όρκο: Ένορκη κατάθεση. 2. το αρσ. ως ουσ., ένορκος πολίτης που αποτελεί μέλος ορκωτού δικαστηρίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ετυμηγορία — η 1. απόφαση δικαστηρίου (κυρ. ορκωτού): Ετυμηγορία των ενόρκων. 2. θέληση, βούληση: Η κυβέρνηση προήλθε από την ετυμηγορία του λαού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)